- επιτόνιο
- το (Α ἐπιτόνιο) [επίτονος]όργανο με το οποίο τεντώνουν τις χορδές μουσικού οργάνου, το κλειδίαρχ.1. μικρός αυλός σύμφωνα με τον τόνο τού οποίου κουρδίζονται τα όργανα2. πάσσαλος σε σχήμα επιτονίου3. χερούλι στρόφιγγας ή σύριγγας4. επιστόμιο σύριγγας, αυλού5. αρχιτ. στον πληθ. τὰ ἐπιτόνιακοιλώματα στα οποία προσαρμοζόταν κύλινδρος.
Dictionary of Greek. 2013.